Новогреческий словарь
θωρακικός
θωρακικός
анат.
грудной
;
~οί μύες — грудные мышцы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грудной
? —
θωρακικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
θωρακικός
? — грудной
#
(ново)греческий словарь
—
κεδρών
—
φεσκοπλυμένος
—
καταπλήσσω
—
κεντρί
—
φαιλονι
—
αμονοπώλητος
—
εξαπλάσιος
—
ανδρικός
—
εφύγρανσις
—
αποτελειώνω
—
τετροποδισμός
—
τριακονταπλάσιος
—
ασχημόμουτρο
—
κυμβαλισμός
—
γκελμπερί
—
ελληνομάχος
—
αποστρέψιμο
—
ηλεκτροδυναμική
—
κτήση
—
τουαλέττα
—
λάντζα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве