|
солеобразующий; ~α στοιχεία — хим. солеобразующие вещества #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солеобразующий? — αλατογόνος как с (ново)греческого переводится слово αλατογόνος? — солеобразующий — μυκηθμός — κιονοστάτης — βλοσυρότητα — θαλασσοκράτορας — συζυγαρχία — Αραβία — λαδού — συνωμότης — σοφιστικός — αποθέσιμος — αποδιώξιμο — υποκειμενικός — εξαπάτηση — τηλεφωνογράφημα — χαμοκλαδάκιας — ανεξομολόγητος — εμφάνιση — δυσπεπτικός — γεννοβόλι — δροσάνεμο — γκελλώ |
|||