|
αόρ. от τυχαίνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έτυχα? — — εννοιάζει — τελεσίγραφο — ευφυολογώ — ευφυής — απογυμνίωνω — εναργής — συνδιαλλακτικός — σιτιστής — ενούρησις — ενέργεια — σαρκοφαγώ — επανορθωτός — αμυλόγαλα — φραγκορραφτάδικο — λυγαριά — υψιτενής — πεντομερία — διπλωμένος — απότρυγα — μουρμουρίζω — τσακώνω |
|||