Новогреческий словарь
πολυτεντώνω
πολυτεντώνω
(слишком сильно)
натягивать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
натягивать
? —
πολυτεντώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
πολυτεντώνω
? — натягивать
#
(ново)греческий словарь
—
χαρτοπαίχτης
—
χρυσοποιία
—
εκτραχηλισμός
—
αντικέρ
—
ἀκάϊον
—
βαθμονομία
—
ξυλογνωσία
—
ρίζωμα
—
αερομετρία
—
ετοιμόγεννος
—
εμπειριοκρατικός
—
εγωιστικά
—
δεκαπεντάωρος
—
προσέγγιση
—
βαφτίσια
—
ασφαλίσιμος
—
φιλόχριστος
—
κολάφισμα
—
πλάνιασμα
—
γιόντα
—
προχειρολογώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве