|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γράσο? — — πασσάλωση — ριζωματικός — διφορούμαι — δράγα — λιθαράκι — κακογλωσσιά — αλλοπαρμένος — καυτηριάζω — ξαριστής — αξυρισιά — αιτιώδης — ημιμάθεια — ορχεοκήλη — τούβλο — αμέθυστος — συγχωρητήριος — γαλβάνιση — βωλοθραύστης — καβαλλώ — κεφαλόπονος — υπερπληρώ |
|||