|
το 1) фрукт; плод; 2) мн.ч. фрукты #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фрукт? — οπωρικό как на (ново)греческом будет слово плод? — οπωρικό как на (ново)греческом будет слово фрукты? — οπωρικό как с (ново)греческого переводится слово οπωρικό? — фрукт, плод, фрукты — αρχάνθρωπος — ταχύπλοος — ολονύκτιος — κατάπληξη — μπάσο — πρεζάρω — συνοδεύομαι — κατοπτευτήριο — παραπληρωματικός — αναλκής — αφόπλιση — κομπάρσος — σκολιότητα — δένδρο — υπερπλήρωσις — διμηνιό — λουτρό — καλογεννημένος — Αράβισσα — γοή — ιθύνων |
|||