Новогреческий словарь
ανατροχασμός
ανατροχασμός
воен.
откат
(лафета).
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
откат
? —
ανατροχασμός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανατροχασμός
? — откат
#
(ново)греческий словарь
—
ουτιδανότητα
—
παραγινωμένος
—
προσωδιακός
—
ηφαιστειολογία
—
καθεαυτό
—
κατοστίζω
—
φωτογράφος
—
μουσικομανία
—
μελλοντισμός
—
δασύμαλλος
—
μίζα
—
γαζέλλα
—
αχόρευτος
—
λαοκράτισσα
—
ιουλιανά
—
ποδηγετώ
—
άφθαι
—
σιδεράδικο
—
γυμνάζω
—
τοιχόστρωση
—
τροπή
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве