Новогреческий словарь
ξαπλώστηρα
ξαπλώστηρα
η 1)
лежак
;
2)
шезлонг
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лежак
? —
ξαπλώστηρα
как на
(ново)греческом
будет слово
шезлонг
? —
ξαπλώστηρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξαπλώστηρα
? — лежак, шезлонг
#
(ново)греческий словарь
—
μουντώνω
—
ταυτολόγος
—
διαπορούμαι
—
ιθύνοντες
—
χωριατόπουλα
—
φτασμένος
—
φόρμα
—
ευδιάβατος
—
σιδερίτης
—
γοναταριά
—
ακαβάλλιστος
—
ατιμάζω
—
γατονουρά
—
καπιτάλι
—
μεταφύτευση
—
ειμί
—
οχύρωμα
—
φλογοβόλος
—
διπλάσιος
—
πλαδαρώς
—
διακοσμητική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве