|
дистиллированный; ~ον ύδωρ — дистиллированная вода #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дистиллированный? — απεσταγμένος как с (ново)греческого переводится слово απεσταγμένος? — дистиллированный — ζωοβένθος — νοτάριος — καλοήθεια — ατείχιστος — φωτογονικός — έξοδο — ακτινοσκόπηση — σκληρύνω — βοϊδάμαξα — υπερρεαλισμός — λοιδοριά — μπουλαμάς — παραστράτημα — νεωτερίστρια — χαρτοκιβώτιο — εκπλήττω — ταχυπλοία — υφηγήτρια — προβειά — ανεβοκατεβαίνω — τυμβωρυχία |
|||