Новогреческий словарь
εκκρίνω
εκκρίνω
(αόρ. εξέκρινα) физиол.
выделять
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
выделять
? —
εκκρίνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκκρίνω
? — выделять
#
(ново)греческий словарь
—
υπερένταση
—
λέβ
—
οπλιταγωγό
—
αντίπαλος
—
βραδυπορών
—
αντισημιτικός
—
διακονεύω
—
ραδιόλα
—
απροκάλυπτος
—
υπόδρα
—
μαρκάλισμα
—
καμφουρά
—
Ενετία
—
μπολιάζω
—
πρότυπος
—
διεζευγμένος
—
σπαρτό
—
προβιβασμός
—
εξακισχίλιοι
—
οσοσδήποτε
—
αλόγιστα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве