|
το авианосец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово авианосец? — αεροπλανοφόρο как с (ново)греческого переводится слово αεροπλανοφόρο? — авианосец — λεβεντοπνίχτρα — προεστός — δήμα — ενστασιολογία — λυγκιάζομαι — οστεομβελίτιδα — πλατόνι — ο — απλωμα — παρασιτολογία — γαμημένος — πόρπη — ρινορραγία — γητεύτρα — κοχλιωτός — καραφλός — θαλασσοθραύστης — ξηροδερμία — διαθρύληση — βενζινόπλοιο — λιγνύς |
|||