Новогреческий словарь
άρσενοκοιτία
άρσενοκοιτία
η
мужеложство, педерастия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
мужеложство
? —
άρσενοκοιτία
как на
(ново)греческом
будет слово
педерастия
? —
άρσενοκοιτία
как с
(ново)греческого
переводится слово
άρσενοκοιτία
? — мужеложство, педерастия
#
(ново)греческий словарь
—
ματαιολογία
—
υπερκεράτωσις
—
ορεκτικό
—
υπενθύμιση
—
γαλατόπετρα
—
πελεκητός
—
ξέπλεκος
—
βαθυσέβαστος
—
καθεύδω
—
δασοπονία
—
μπριλλαντίνη
—
αποδασούμαι
—
θήλυς
—
ανωνυμία
—
ανοισχυντία
—
κρεατόπιτα
—
εποχέας
—
συνεργάζομαι
—
βραδυσφυγμία
—
ακροατής
—
δαφνοστεφής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве