|
(-έως) ο замок (оружия) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово замок? — εμπυρέας как с (ново)греческого переводится слово εμπυρέας? — замок — καρκάντζαλος — σωτήριος — πετριά — αποπέμπω — καλικατζού — χαρτοπαικτείο — σικύο — ορφικός — εσοχος — βουσυκιά — δρομερός — εξώπροικος — πανταχού — οστεωδυνικός — ασβεστοκάμινος — σκαρίφημα — σαλίγκαρος — απότομο — ιπποπαραγωγός — σφουγγαρόπανο — ακοπάνιστος |
|||