|
1. краснокожий; 2. (ό, η) краснокожий (об индейцах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово краснокожий? — ερυθρόδερμος как на (ново)греческом будет слово краснокожий? — ερυθρόδερμος как с (ново)греческого переводится слово ερυθρόδερμος? — краснокожий, краснокожий — προφήτισσα — ιστοσελίδα — αναντιπροσώπευτος — εστιακός — μυελίτιδα — νατουραλιστικός — μπάνικος — απαλλαγμένος — σάρπα — αβδελλώνω — γλυκοπόδι — τριτότοκος — μπίτι — αποσπαργάνωμα — χασμουριάρης — δασκαλάκος — μπαλιά — καρδιοστάλαχτος — ανήφορος — πραιτωριανοί — απομαθαίνω |
|||