|
η ампула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ампула? — αμπούλλα как с (ново)греческого переводится слово αμπούλλα? — ампула — κολλάρος — κηλιδωτός — θέσμιος — μεταγωγός — άλεση — χρωματικότητα — περιέδραμον — αναφερθείς — εγκαλλώπισμα — σάκχαρις — κοσκινισμένος — παράλογος — εκνεύριση — διαλογιστικότης — διοφθαλμικός — αψιλος — ξαντός — παρορμητικός — αγαπός — απλάνητος — φαρμακευτική |
|||