|
(-ηκος) ο червь (тж. перен.), червяк; πιάνω ~α — червиветь, становиться червивым; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово червь? — σκώληξ как на (ново)греческом будет слово червяк? — σκώληξ как с (ново)греческого переводится слово σκώληξ? — червь, червяк — μπαμπακούλης — εξεταστικός — πρωτοφτάνω — εκρυθμία — κορβανάς — γιαβρής — ενίσταμαι — καραγκούνικος — απιδιά — τυφεκισμός — παπάς — υποδηματοποιός — επιγένεσις — λιβελλογραφώ — ναυτόπαιδο — θερμομέτρηση — τρίκρανο — επιμνημόσυνος — καταλύω — παινεύομαι — δημοδιδασκαλείο |
|||