|
η полоса (участок пахотной зелии); μιά ~ τόπο — за один раз засеянный участок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полоса? — σποριά как с (ново)греческого переводится слово σποριά? — полоса — μιζάρω — φραγγελώνω — υποκαπνισμός — εξοντώνω — διαλελομένος — διγνωμία — μασούρι — αφύτρωτος — βαρδιάνος — εργολάβος — ίδρωτας — αμετροφάγος — χήρος — αποτρύγωση — εξονυχίζω — συγκλείω — τοστιέρα — αντικαθρέφτισμα — πηγάζω — δέοντα — σιδηρόδεσμος |
|||