Новогреческий словарь
αιματέμεση
αιματέμεση
(-εως) η
кровавая рвота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кровавая рвота
? —
αιματέμεση
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιματέμεση
? — кровавая рвота
#
(ново)греческий словарь
—
πρωτοσύστατος
—
πεπονιά
—
υπεραγωγός
—
καταστρατήγηση
—
ανικανοποίητος
—
αψαλιδιστός
—
ταράσσομαι
—
ανεξανάγκαστος
—
μπατίρισσα
—
αναδιατάσσω
—
πασσάλωμα
—
ψαρογένης
—
αγελαδοτρόφος
—
απρόσμενο
—
ακέρατος
—
βαγιόκλαδο
—
ανάλωση
—
κομπορρήμων
—
έγνωσα
—
βερεσέδια
—
περιφρονώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве