|
легко, без труда #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово легко? — άκοπα как на (ново)греческом будет слово без труда? — άκοπα как с (ново)греческого переводится слово άκοπα? — легко, без труда — χαμαικέρασος — φασιστάκι — μικροβιοφάγος — ψοφοδιψώ — κλειδοκύμβαλο — δημοκράτης — τεχνίτις — κουβούκλιο — νοικοκυρίστικος — συνεχής — γιδοπέτσι — άνωρα — παλαιοκαλλιτέχνης — ευγενικός — Βερολινέζα — κωπηλατικός — φτώχια — υπερατλαντικός — ταλαντεύω — λιθουανικός — ψηφιδοθέτηση |
|||