|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καμηλιέρισσα? — — διοικώ — εξερευνημένος — απαιτητικότητα — ευφορικά — Φραντζέζα — μιαρότης — αμαρτωλός — όσπριο — ναυαγισμένος — εγκέφαλος — απόξεσμα — καταρτίζω — δηλῶ — ξεκίνημα — διακοσάρα — αγριοπετεινός — έμμοχθος — κινέζικος — βυθοσκόπιο — κατασώτευση — σκιαγράφημα |
|||