|
расположенный, лежащий напротив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расположенный? — αντίπλευρος как на (ново)греческом будет слово лежащий напротив? — αντίπλευρος как с (ново)греческого переводится слово αντίπλευρος? — расположенный, лежащий напротив — πικρόγελως — μαστίγιο — τσιμεντόλιθος — αμέριστος — εξάπλωση — ενυδρίς — επανάψυξη — αναπόδιαση — ρέκορντμαν — εκτόμηση — όμορφα — στεατοπυγικός — στρούγγα — υδροκινητήρας — μπόσικος — τσιγαρλίκι — καθορευουσιάνος — πολυέξοδος — σφιχτά — αεραιμοκτονία — κοινωφελές |
|||