Новогреческий словарь
κλάμα
κλάμα
το 1)
плач
;
βάζω (или μπήγω) τά ~τα — подымать плач
;
μέ παίρνουν τά ~τα — разразиться плачем
;
2)
жалоба
;
άφησε τά ~τα — [phrase]перестань жаловаться; хватит прибедняться[/phrase]
;
===
τό ~ βγάνει πράμα — посл. [phrase]коль поплачешь(__,__) что-нибудь да получишь[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
плач
? —
κλάμα
как на
(ново)греческом
будет слово
жалоба
? —
κλάμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
κλάμα
? — плач, жалоба
#
(ново)греческий словарь
—
προστάτρια
—
σισανές
—
σχετικά
—
μεσημέριασμα
—
συντονία
—
καντηλιέρι
—
χρηματιστής
—
γαϊδουροκαλόκαιρο
—
πλάνος
—
αυτάρκεια
—
υπερπήδηση
—
λιμνάζω
—
φεγγαροκυρά
—
αυτοϊκανοποίηση
—
σκαρφάλωμα
—
βαρωνος
—
πρεσβυγενής
—
αψόφιστος
—
ανθρακίτης
—
εσώτοτος
—
μονοφωνία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве