|
ο 1) расстрел; 2) выстрел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово расстрел? — τουφεκισμός как на (ново)греческом будет слово выстрел? — τουφεκισμός как с (ново)греческого переводится слово τουφεκισμός? — расстрел, выстрел — λεξικογραφικός — εγκόλπιο — θεόκουτος — ανηλεής — αυτόκλειστος — βαθιονόητος — αντέγγραφον — πλώρη — μονοδιάστατος — κελλάρισσα — επιλαμβάνομαι — αειφανής — παλιοσίδερο — αίγειος — καταγέλαστος — απονοικοκυρά — τριγύρισμα — εκχειλίζω — ξυλόστρωτος — χαρτονένιος — κουράζω |
|||