Новогреческий словарь
συνηθίζομαι
συνηθίζομαι
:
~εται — в ходу, в обычае, принято
;
δέν ~εται αυτό — [phrase]это не принято[/phrase]
;
δέν ~ονται τέτοια καπέλλα — [phrase]такие шляпы не носят, такие шляпы не в моде[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνηθίζομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συγκλίνον
—
γειαίνω
—
υπνηλία
—
τιποτένος
—
αδικιάρης
—
καθυστερημένα
—
ονειδίζω
—
τσαλαπετεινός
—
ξύλινος
—
κεφαλάρι
—
αεροστεγής
—
γύμναση
—
θέρμανση
—
λαδομπογιατίζω
—
μοναρχία
—
κάματος
—
κολοφώνας
—
ξαναγαπώ
—
προβοκάτσια
—
πολυμιλώ
—
οστρακόδερμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве