|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονοπληγία? — — αναφέρω — παραμπρός — εικοσάχρονος — ειρημένος — γάμπα — ελαιορρόη — δικρανούμαι — γραφικός — ναύλο — βιοχημικός — βρουκολακιάζω — πιοτί — ιδεαλίστρια — καταληψίας — τοκόσημο — πόσι — τυροπιτάκι — προορατικός — ανοσολογία — πατριαρχία — πλανταγμένος |
|||