|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανελαστικός? — — ανατριχιαστικός — καπλάντισμα — συμφεροντολογία — τέρψη — χαρτοσακκούλα — τυφεκιοφόρος — πλουτολογικός — βιβλιοπώλης — βηματίζω — γλωσσίδι — άφτερος — καλλιγράφω — καταβυθίζομαι — βαλτότοπος — ασφυκτιώ — εκναυλώνω — διάδοση — ατμομηχανικός — γλυκαπόδειπνος — πολυμερισμός — εύθυνση |
|||