|
το эк. демпинг #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово демпинг? — ντάμπινγκ как с (ново)греческого переводится слово ντάμπινγκ? — демпинг — είκοσι — ρηχός — εφτάτομος — πετρόβουνο — λουχτουκιώ — οπωρόζη — δίκαιο — δανειολήπτρια — αρνησιδικία — παραλυσία — ξεσκίζομαι — μομφή — βουνί — σοϊλήδικος — τεζιάκι — προσκεφαλάδα — αντιδογματικός — αρμέγκα — ξεχείλωμα — ιστιοθήκη — θεαματικότης |
|||