|
η 1) пыль; σηκώνω ~ — поднимать пыль; 2) порошок; μούδωκε ο γιατρός κάτι ~ες — [phrase]врач назначил мне какие-то порошки[/phrase]; === ρίχνω ~ στά μάτια — пускать пыль в глаза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пыль? — σκόνη как на (ново)греческом будет слово порошок? — σκόνη как с (ново)греческого переводится слово σκόνη? — пыль, порошок — αστακόχρωμος — περιπολών — τριτοπρόσωπος — αέναα — δυσμεταχείριστος — προσφέρνω — ανακαθαρίζω — δευτερίας — υψοδείχτης — υπαιτιότητα — πενία — διζωνικός — καταφορά — εκτροχιάζομαι — ανεπιτήρητος — καρβουνόσκονη — πρήσμα — αχνούδιαστος — ξεύρω — λουλακής — φρενήρης |
|||