Новогреческий словарь
ανάδιπλος
ανάδιπλ|ος
сложенный вдвое
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сложенный вдвое
? —
ανάδιπλος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανάδιπλος
? — сложенный вдвое
#
(ново)греческий словарь
—
αδιάφθορος
—
μεραρχία
—
εγκυκλοπαίδεια
—
αντιφλεγμονώδης
—
ξεγέννημα
—
εκκαθάριση
—
μισθωτής
—
ανακαλυπτικός
—
πραγματευτής
—
φασαριόζος
—
αυτοκάθαρση
—
τσαρσί
—
λιποαιμία
—
αμπελοκαλλιεργητής
—
συμπόσιο
—
ανθρωπομορφία
—
κεντρικότητα
—
μεταμοντέρνος
—
αεροπορικός
—
εξαίσιος
—
μελάνιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве