Новогреческий словарь
ασυνηγόρητος
ασυνηγόρητ|ος
не имеющий защитника, адвоката
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не имеющий защитника
? —
ασυνηγόρητος
как на
(ново)греческом
будет слово
адвоката
? —
ασυνηγόρητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασυνηγόρητος
? — не имеющий защитника, адвоката
#
(ново)греческий словарь
—
ρωμαίϊκο
—
ακάθαρτος
—
αγεωμέτρητός
—
πλευρώδης
—
φεγγοβολιά
—
διαθλαστής
—
αντιπροσωπευτικότητα
—
εξόντωση
—
σπίλωση
—
κρυολόγημα
—
φαΐ
—
κοπιάρισμα
—
εμβαδομέτρηση
—
αιδήμων
—
δεκαπλασίασμός
—
αποκεφάλιση
—
καματερό
—
αχινόσουπα
—
σομμιέ
—
αποπροσανατολίζω
—
διανάκτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве