Новогреческий словарь
αιώρα
αιώρα
η 1)
качели
;
2)
гамак
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
качели
? —
αιώρα
как на
(ново)греческом
будет слово
гамак
? —
αιώρα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιώρα
? — качели, гамак
#
(ново)греческий словарь
—
λεμφοπάθεια
—
αδείλιαστος
—
σαυράκι
—
χειραγωγώ
—
ζημιάρης
—
σεισμομετρία
—
χαμαλίκι
—
αποσκυβαλισμένος
—
ξαναζήσιμο
—
επιτηδεύω
—
ηδονολάτρισσα
—
προστυχάντζα
—
παραπέφτω
—
συντεχνία
—
ομιλούμενη
—
καπνιστός
—
κεφαλαιοκράτισσα
—
λιγούρι
—
σακκούλι
—
αφρογέννητος
—
αμποριάζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве