|
το шквал #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шквал? — ρέφουλα как с (ново)греческого переводится слово ρέφουλα? — шквал — χυτήριο — σουρωτός — στρυμωχτός — γκρυλώνω — ολόσγουρος — μόριο — κοσμητικόν — χωριατοφάσουλο — χοιρόχορτο — υποκαθιστώ — αλεπουδιά — διαχώρισμα — πρωραίος — εφημέριος — λύντσειος — καμπυλότητα — αιγυπτιολογία — χαλάστρα — μπαμπέσης — μονοετής — τουρκοκρατία |
|||