|
опасный; рискованный; ~η επιχείρηση — рискованное предприятие; ~η η κατάσταση του ασθενούς — тяжёлое состояние больного #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опасный? — επικίνδυνος как на (ново)греческом будет слово рискованный? — επικίνδυνος как с (ново)греческого переводится слово επικίνδυνος? — опасный, рискованный — αγγειέμφραξη — καμέλια — κοίτασμα — γουρνιάζω — μεταπείθω — μπουρνούζι — εμπυρέας — σκοτεινιά — απέρχομαι — ξασχημίζω — φριμάσσομαι — τεμπελιάζω — ορεκτικό — ανασκέλιασμα — γλεντολογάω — μάννα — διαπορία — διαπαλαίω — επιδοκιμαστικός — ιστοριοδίφης — πρόγνωση |
|||