Новогреческий словарь
πυκνοκατωκημένος
πυκνοκατωκημέν|ος
густонаселённый
;
~τοικημένη περιοχή — густонаселённая область
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
густонаселённый
? —
πυκνοκατωκημένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πυκνοκατωκημένος
? — густонаселённый
#
(ново)греческий словарь
—
καταφρόνηση
—
δεξιήνεμος
—
γλυκοχάραγμα
—
κοιμήσης
—
κατωσέντονο
—
χώνομαι
—
υπόκεντρο
—
κλατάρω
—
απρόληπτος
—
παραξόνιον
—
αιμαλωπία
—
κληρονομάω
—
απονεκρωτικός
—
στασιάζω
—
παραπληξία
—
άνεργος
—
ιπποπαραγωγός
—
λεμφοκοκκίωμα
—
στρατωνισμός
—
αμεμούρι
—
ανθυπομειδίαμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве