Новогреческий словарь
παν-
παν-
(παγ-, παμ-) первая часть сложных слов, означ. 1) охватывающий всех, распространяющийся на всех, на всё: πανελλήνιος, πανσοβιετικός ;
2) высшую степень чего-л. ;
πανάρχαιος, πανευδαίμων —
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παν-
? —
#
(ново)греческий словарь
—
φορτιστής
—
λαμπρόσκολα
—
κρουνιά
—
στερεοτυπικός
—
υπερσιτισμός
—
απατεώνας
—
πόλκα
—
δικαιώνομαι
—
θολερός
—
παραμαζώνω
—
προσάρτηση
—
ανατομικώς
—
αλευθέρωτος
—
ανάκλιση
—
ξεκουμπώνω
—
συγχρονιστικός
—
γυμνασιόπαιδο
—
δικτυοειδής
—
ελεήμων
—
γροθοκοπανιά
—
ψυχοβιολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве