Новогреческий словарь
δίγλωσσος
δίγλωσσ|ος
двуязычный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
двуязычный
? —
δίγλωσσος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δίγλωσσος
? — двуязычный
#
(ново)греческий словарь
—
ειδικευμένος
—
παραλογιστικός
—
ντεϊστικός
—
κουμουδί
—
διοικώ
—
αφηνιασμός
—
αδελφομεράδι
—
αρραχίς
—
αυτοπροαίρετα
—
πολωτικός
—
γκριζοπράσινος
—
αμαλγαμωτικός
—
γιορτολόγιο
—
αλφάβητος
—
ανακτοβούλιο
—
παλιοσειρά
—
θυσιάζω
—
χρηστοήθης
—
πνευμονογράφημα
—
φαγοκύτωση
—
αντιαριστερός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве