|
το 1) бородка; αφίνω ~ — отпускать бороду; 2) подбородок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бородка? — γενάκι как на (ново)греческом будет слово подбородок? — γενάκι как с (ново)греческого переводится слово γενάκι? — бородка, подбородок — γρεκιάζω — δυναμομηχανή — προέρχομαι — πανηγυρήσιος — αποκεφάλιση — πρωτοτόκια — ηλεκτρόφωνο — απομονούμαι — μπαταρία — ξεκολνώ — χρυσοπράσινος — ξαστοχιά — γαλακτοτραφής — επτάχορδος — γέννηση — εξευρίσκω — φτυαρίζομαι — κουτσοδόντης — βλοσυρότητα — σβούρα — αριότριχος |
|||