Новогреческий словарь
γουδόχερο
γουδόχερο
το
пест, пестик
;
===
τό γουδί τό ~ (καί τόν κόπανο στό χέρι) — [phrase]заладил одно и то же[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пест
? —
γουδόχερο
как на
(ново)греческом
будет слово
пестик
? —
γουδόχερο
как с
(ново)греческого
переводится слово
γουδόχερο
? — пест, пестик
#
(ново)греческий словарь
—
αθωότητα
—
μάγκα
—
ζεύγλα
—
σφήνωσις
—
κρομμυδόζουμο
—
καλημέρισμα
—
υποσχετικό
—
ραδιογωνιομετρία
—
επτάχορδος
—
μεταξοβιομήχανος
—
μπεηλίκι
—
ευρεσίτεχνο
—
επευφήμηση
—
εξώφθαλμος
—
πλουτώνειος
—
αγκωνάρι
—
αγγελιοδότης
—
οκτάστιχος
—
πομφολυγώδης
—
προπέτασμα
—
προεδρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве