Новогреческий словарь
συνεργαζόμενος
συνεργαζόμενος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνεργαζόμενος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απαρακολούθητος
—
γονοκοκκικός
—
νουνέχεια
—
επίξηρος
—
αδιαχώρητος
—
φυσιοκρατία
—
αγγελοπρόσωπος
—
εξαλείφω
—
καταπνίγω
—
φαλτσαστέκκα
—
αδειάζω
—
αλληλοκαταγγέλλομαι
—
ομορφιά
—
επιχρίω
—
ξαναπαντρεύομαι
—
οδοιπόρος
—
επικουρίζω
—
φρεσκοκουρεμένος
—
ζιγγίβερη
—
πόθος
—
θεαματικότητα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве