|
το прицел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прицел? — σκοπευτικο как с (ново)греческого переводится слово σκοπευτικο? — прицел — λεβεντομάνα — αμόλευτα — γάβαλο — νεοφοβία — κουτσονούρικο — συνιζάνω — αλατωρυχείο — ξεμυστηρεύομαι — παρμένος — βακαλάος — αβροέπεια — βαρούλκο — αντεπιστρέφω — ζητιάνεμα — μελένιος — λεμβίτης — λυγκιάζομαι — άφτιαγος — αναδεχτός — καρπαθιανός — ανώμοτος |
|||