|
το прицел #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово прицел? — σκοπευτικο как с (ново)греческого переводится слово σκοπευτικο? — прицел — πλουτοκρατικά — έκαψα — ξυλόκαρφο — χρυσοφορω — σκαπτός — καολίνη — διακοσάρα — υποστηρίζω — κύπρινον — αξετίμητος — φιλοδασικός — διαβιβάζω — ίς — υποφαινόμενος — τσατίζω — γερακήσιος — καβουρμάς — ιαπωνικός — τριάρι — αφέλκυση — αφεντοχωριάτης |
|||