|
церк. присутствовать на богослужении (об архиерее) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово присутствовать на богослужении? — χοροστατώ как с (ново)греческого переводится слово χοροστατώ? — присутствовать на богослужении — πρόστιμο — καπνοσακούλα — αμαξάδικος — οραγκουτάγκος — υπερκειμενικός — περιπλέον — κηλιδώνομαι — δεντρόφυτος — πυρείο — μαστορόπουλο — επιβεβαιώνω — αμμόλουτρο — εμβύθιση — διαστολή — αριστερόφιλος — πάθος — αξονομετρικός — ψυχωφελής — σχολιάστρια — ασουρτος — τετροποδισμός |
|||