|
мат. дифференцировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дифференцировать? — διαφορίζω как с (ново)греческого переводится слово διαφορίζω? — дифференцировать — επίξανθος — αναρρωννύω — γουνίτσα — ντουβαροκέφαλος — συμφωνόληκτος — βελτιώσιμος — πιτυρόλουτρο — μάϊσσα — καμινεύς — ρίς — προσφώνηση — φουσάτο — επώνυμο — φιλοδοξώ — κλιματολογικός — καριολόπουστας — ξεγύρισμα — προαποβιώ — καφετής — ανεμομάζωμα — εναγκαλίζομαι |
|||