|
(αόρ. διεξέρρευσα) вытекать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вытекать? — διεκρέω как с (ново)греческого переводится слово διεκρέω? — вытекать — εγκαρδκοτικός — δημωφελής — ξεγνοιάζομαι — άλεκτος — γιακάς — διανοούμενος — μπανιστής — προξενείο — θεομπαίχτης — γελιέμαι — παρακεί — τσαγκάρικος — ξάπλα — γλείφτρα — σημύδα — δευτερόγονος — ελαφοειδής — ετοιμόγεννη — επίκαυστος — δεξιοτεχνικός — μασκάρεμα |
|||