Новогреческий словарь
ποιμενάρχης
ποιμενάρχης
ο
пастырь
(об епископе, митрополите, патриархе)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пастырь
? —
ποιμενάρχης
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποιμενάρχης
? — пастырь
#
(ново)греческий словарь
—
Σουηδία
—
κυνόδηκτος
—
προσθαλάσσωση
—
ωτορινολαρυγγολογίο
—
ντόντολα
—
ξεροτηγάνισμα
—
στήριγξ
—
κουτρουβάλιασμα
—
αξαφνος
—
αχυρόστρωμα
—
φαράσι
—
εξαημερία
—
ματαιόσχολος
—
καματάρισσα
—
στερεότυπο
—
συντυχία
—
κακοφανισμός
—
αλμυρόγεως
—
βωλαράκι
—
βλαστημίδι
—
πολυμέρεια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве