|
см. θά #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θελα? — — παλιόρουχο — γλωσσάλγημα — απολυτοκρατία — αποτείνω — κακομοίρικα — απομαθαίνω — διοχετεύω — σούρουπο — μαθός — στεριώνω — εξαμβλώνω — γαμπρός — Αποσπερίτης — πολυτεχνείο — υγρός — ευηλεκτραγωγός — σόλφέτζιο — ιδεογραφίο — μυωπικός — καταμαυρίζω — εξολίσθημα |
|||