Новогреческий словарь
μεταβιβαστικός
μεταβιβαστικός
передаточный
;
~ή πραξις — передаточный акт
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
передаточный
? —
μεταβιβαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
μεταβιβαστικός
? — передаточный
#
(ново)греческий словарь
—
ανηθόλη
—
ανοπτώ
—
θεσπισμένος
—
μεταίχμιο
—
προτερόχρονος
—
πειθαναγκασμός
—
δούλεψη
—
μοσχοβολιστός
—
καλαμιά
—
ψαμμίτης
—
δοτός
—
πελαγήσιος
—
συνεργασία
—
αγροφυσική
—
επιχωριάζω
—
διαφορητικός
—
ηλεκτροακουστικός
—
διάπλεος
—
σάράκι
—
ευθύνη
—
κακοκρίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве