Новогреческий словарь
δαιμονοπαθής
δαιμονοπαθ|ής
мед.
страдающий демономанией
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
страдающий демономанией
? —
δαιμονοπαθής
как с
(ново)греческого
переводится слово
δαιμονοπαθής
? — страдающий демономанией
#
(ново)греческий словарь
—
ανεγνωμιά
—
αρραγής
—
ανταπειλώ
—
αμόλευτα
—
λεβιθόχορτο
—
ορχηστικός
—
αντικληρικός
—
στακκάτο
—
διάμασχα
—
μολυβιά
—
αναμαρμαρώνω
—
υποσιτίζομαι
—
μελία
—
ισάξιος
—
αιτιαρχία
—
αυτογεννώμαι
—
αλαλητό
—
χοροδιδασκαλική
—
νευρωτικός
—
μαραζιάρης
—
φασόλι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве