|
το ист. преторий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово преторий? — πραιτώριο как с (ново)греческого переводится слово πραιτώριο? — преторий — διαλεχτής — ταυρομάχος — γεμόζω — αεροκοπόνισμα — χωρατό — έτριξα — αμανές — στραγγαλίζομαι — σωφρονιστής — πρωτευουσιάνα — γλεντώ — ξυράφισμα — ανασταλτικός — πυρεκβόλος — ανυπόστατος — ισχυροποιούμαι — ανακουφίζω — φορά — αποβλημένος — βαφτισιμιός — μετοικισμός |
|||