Новогреческий словарь
πραιτώριο
πραιτώριο
το ист.
преторий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
преторий
? —
πραιτώριο
как с
(ново)греческого
переводится слово
πραιτώριο
? — преторий
#
(ново)греческий словарь
—
δερματουργία
—
διαιτολόγιο
—
κορύφωμα
—
φορολογία
—
αγροφυλακή
—
κηροπωλείο
—
βανανέα
—
ριζοσπάστρια
—
ενδιαφερόμενος
—
αναγομωμένος
—
σύσφιξη
—
χτήμα
—
χρονικό
—
αναγκαστικότητα
—
μνημόσυνο
—
λεπτόσωμος
—
αμετατόπιστος
—
χαρτοπετσετούλα
—
αχώρεγος
—
αντιπροσωπευόμενος
—
γοργοποδίζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве