|
рубиновый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рубиновый? — ρουμπινύς как с (ново)греческого переводится слово ρουμπινύς? — рубиновый — αλεσφερίσι — σχίσιμο — ελκυστής — κινδυνεύω — οπισθοφύλακας — ξεχύνομαι — παραγνώριση — διαφοροποίηση — διασκορπίστρια — θεοποιητικός — γαργαλομαι — απαργιοσμένος — λεμβόζευκτος — βδελυρότητα — κουρούπα — ατυχεύω — ενσφραγίζω — ξυλοκερατιά — πιπίνι — ικανώς — λακέρδα |
|||