|
плодоносить дважды в год #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плодоносить дважды в год? — δικαρπίζω как с (ново)греческого переводится слово δικαρπίζω? — плодоносить дважды в год — ανθολόγηση — βρωμισιά — αμμώνιο — γιαλός — γιγαντοοθόνη — ατραγούδητος — σκιάς — εγγυητής — καταθέτω — αναδεξιμιός — κωλοφαρδία — διαλογιστικόν — ορθολογικός — κάνιστρο — αντίστοιχος — χαρτοφυλάκιο — λιθόστρωση — ξετυλίγω — καρδερίνα — καβαλλικεύω — μοναρχώ |
|||